- μούλτος
- μοῡλτος και μοῡρτος ὁ και τὸ (Μ)ταραχή, στασιαστική ενέργεια, επανάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tumultus «ταραχή», με σίγηση τής αρκτικής συλλαβής -tu-. Ο τ. μοῦρτος σχηματίστηκε με τροπή τού -λ- σε -ρ- (πρβλ. κλίβανος: κρίβανος)].
Dictionary of Greek. 2013.