μούλτος

μούλτος
μοῡλτος και μοῡρτος ὁ και τὸ (Μ)
ταραχή, στασιαστική ενέργεια, επανάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tumultus «ταραχή», με σίγηση τής αρκτικής συλλαβής -tu-. Ο τ. μοῦρτος σχηματίστηκε με τροπή τού -λ- σε -ρ- (πρβλ. κλίβανος: κρίβανος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μούλτον — μοῡλτον και μοῡρτον, τὸ (Μ) μούλτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μούλτος (ὁ), με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • μουλτεύω — και μουρτεύω (Μ) [μούλτος] 1. (αμτβ.) αρνούμαι, αντιδρώ 2. (μτβ.) καταπιέζω, δυναστεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”